- φρενιτιώδης
- ης, ωδές взбешённый, неистовствующий, вышедший из себя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φρενιτιώδης — ες, Ν φρενήρης («φρενιτιώδεις εκδηλώσεις»). επίρρ... φρενιτιωδώς Ν με φρενιτιώδη τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρενίτιδα + κατάλ. ιώδης (πρβλ. ιλιγγ ιώδης). Η λ., στον λόγιο τ. τού επιρρ. φρενιτιωδῶς, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
υπόβακχος — ον, Α αυτός που βρίσκεται υπό την επήρεια τού Βάκχου, ενθουσιώδης, φρενιτιώδης, ξέφρενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + Βάκχος] … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek